Μια γάτα, διηγείται ο Αίσωπος, μπήκε κάποτε στο εργαστήρι ενός σιδηρουργού, όπου βρήκε μια λίμα που μύριζε από ψάρι και άρχισε να τη γλείφη. Όπως την έγλειφε όμως, η γλώσσα της τριβόταν στις αιχμές της και άρχισε να τρέχη άφθονο αίμα.
Γλυκασμένη από τη γεύση του ίδιου της του αίματος, άρχισε πιο πολύ να γλείφη το αίμα που από την ίδια της τη γλώσσα έτρεχε, ώσπου έπεσε κάτω λιπόθυμη από την αιμορραγία.
Έτσι είναι ο αμαρτωλός. Σκυμμένος από το βάρος της αμαρτίας γλείφει κάτι άνομο και μισητό, που το κάνει ποθητό μια κάποια νοστιμάδα και ελκυστικότητα, που … αλλοίμονο προέρχεται από τη φθορά της ίδιας του της ψυχής.
Και γλείφει, και γλείφει, ώσπου να πέση κι αυτός, θύμα του πάθους του, της αμαρτίας, που του απομίζησαν κάθε ικμάδα ζωής, που του τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα την ψυχική του ακεραιότητα.
Την πτώση δε αυτή την προλέγει η Βίβλος, με τα λόγια: «Τα οψώνια της αμαρτίας είναι θάνατος, το δε χάρισμα του Θεού ζωή αιώνια δια Χριστού Ιησού του Κυρίου μας» (Ρωμαίους ς’ 23).
ΜΙΛΤ. Δ. ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ
«Αυτά που μου ‘πε η ζωή» Αθήνα, 1950
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου